γάμμα σφαιρίνη — Ουσία που παρασκευάζεται από λιμνάζον αίμα, το οποίο περιέχει αντισώματα εναντίον πολλών συνηθισμένων λοιμώξεων. Χρησιμοποιείται κυρίως για την πρόληψη κατά της ηπατίτιδας Α και της ιλαράς … Dictionary of Greek
απτοσφαιρίνη — Σφαιρίνη του αίματος και πιο συγκεκριμένα μέρος του α2, σφαιρινικού κλάσματος του ορού του αίματος. Έχει την ιδιότητα να συνδέεται με ελεύθερη αιμοσφαιρίνη κατά τρόπο εντελώς εξειδικευμένο, όπως δηλαδή τα αντιγόνα με τα αντισώματα, παρότι τα… … Dictionary of Greek
πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… … Dictionary of Greek
αιμοφιλία — Κληρονομική νόσος, η οποία εκδηλώνεται με ακατάσχετες ή μεγάλης διάρκειας αιμορραγίες που εμφανίζονται ακόμα και σε μικροτραυματισμούς και κατά τις χειρουργικές επεμβάσεις. Οι αιμορραγίες ποτέ δεν εμφανίζονται αυτόματα· και αυτές ακόμα οι… … Dictionary of Greek
κρυοσφαιρίνη — η σφαιρίνη που υφίσταται καθίζηση υπό την επίδραση τού ψύχους και συντελεί σε διάφορες παθολογικές εκδηλώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό, πρβλ. αγγλ. cryoglobuline < cry(o) (< κρύος, τὸ) +… … Dictionary of Greek
λακτοσφαιρίνη — η σφαιρίνη τού γάλακτος που, θερμαινόμενη, υφίσταται συγκόλληση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και απόδοση στην ελλ. ως προς το β συνθετικό, πρβλ. αγγλ. lactoglobulin < lact (< λατ. lac, tis «γάλα») + globulin (< λατ. globulus… … Dictionary of Greek
ωοσφαιρίνη — η, Ν (βιοχ.) σφαιρίνη που απαντά στο ασπράδι τού αβγού. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. ovoglobuline < ονο (< λατ. ovum «αβγό» < ωό[ν]) + globuline «σφαιρίνη» (βλ.λ.)] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αιμοσφαιρίνη — Χρωμοπρωτεΐνη του αίματος, ικανή να ενώνεται προσωρινά με το ατμοσφαιρικό οξυγόνο. Αποτελείται από την ένωση μιας σφαιρίνης, της ιστόνης και της αίμης, η οποία αποτελείται από μια πορφυρίνη και σίδηρο. Η α. αντιπροσωπεύει την κύρια αναπνευστική… … Dictionary of Greek
θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… … Dictionary of Greek